- ἡνιοχευτική
- ἡνιοχευτικόςfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηνιοχευτικός — ἡνιοχευτικός, ή, όν (Α) [ηνιοχεύω] ηνιοχικός («ἡνιοχευτική ἀρετή», Σχόλ. στον Πίνδ.). επίρρ... ἡνιοχευτικῶς με ηνιοχευτικό τρόπο … Dictionary of Greek